- φτάσιμο
- το прибытие, приезд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτάσιμο το — φτάσιμο, το το να φτάνει (φτάσει) κανείς κάπου (σε μέρος ή σε κατάσταση), άφιξη, ερχομός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτάσιμο — και φθάσιμο, το, Ν άφιξη, ερχομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτασ / φθασ τού αορ. έφτασ α / έ φθασ α τού ρ. φτάνω / φθάνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] … Dictionary of Greek
απόσωσμα — το (Μ ἀπόσωσμα) ό,τι προσθέτει κανείς νεοελλ. 1. η συμπλήρωση, η ολοκλήρωση μιας εργασίας 2. η άκρη ενός πράγματος 3. το τελευταίο παιδί, το στερνογένι 4. ό,τι έχει απομείνει από ποσότητα υγρού, κυρίως κρασιού μσν. φτάσιμο, άφιξη … Dictionary of Greek
φθάσιμο — το, Ν βλ. φτάσιμο … Dictionary of Greek
Χούσερλ, Έντμουντ — (Husserl, Πρόσνιτς, Μοραβία 1859 – Φράιμπουργκ, Μπάντεν 1938). Γερμανός φιλόσοφος. Με τη φαινομενολογία του τοποθετείται στη θεμελιώδη εκείνη τάση της νεότερης σκέψης, που μετά το τέλος του γερμανικού ιδεαλισμού τείνει να επανεξετάσει και να… … Dictionary of Greek
άφιξη — η φτάσιμο, ερχομός: Η άφιξη του αεροπλάνου θα καθυστερήσει λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκορύφωση — η το φτάσιμο στο ανώτατο σημείο, στο έπακρο: Η αγανάκτηση του λαού έφτασε στην αποκορύφωσή της με τη συνεχή ανατίμηση των ειδών πρώτης ανάγκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερχομός — ο η άφιξη, το φτάσιμο, η προσέλευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθάσιμο — το βλ. φτάσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)